- χειροτέρεμα
- το, -ατοςβλ. χειροτέρευση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειροτέρεμα — το, Ν [χειροτερεύω] χειροτέρευση … Dictionary of Greek
χειροτέρευση — χειροτέρευση, η και χειροτέρεψη, η η πράξη και το αποτέλεσμα του χειροτερεύω, χειροτέρεμα, επιδείνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)